- λάμψιν
- λάμψιςshiningfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοτεινάδα — η, Ν 1. σκοτείνιασμα, σκοτεινότητα 2. σκιερότητα («σαν όντε μαύρο νέφαλο... έχη τον ήλιο μ όχθριτα... και με τη σκοτεινάδαν του τη λάμψιν του μποδίζη», Ερωτόκρ.) 3. σκοτεινός, ζοφερός τόπος («το ταίρι μου κιντύνεψε σ κείνη τη σκοτεινάδα», Ερωτόκρ … Dictionary of Greek
φλογώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο όμοιος με φλόγα, ο φλόγινος: Λάμψιν έχει όλην φλογώδη, χείλο, μέτωπο, οφθαλμός (Δ. Σολωμός). 2. αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας, κατακόκκινος, της φωτιάς: Φλογώδη χείλη. 3. ο γεμάτος φλόγες: Φλογώδης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
КАЛОФОНИЧЕСКОЕ ПЕНИЕ — Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) [калофония; греч. καλοφωνία, от καλός прекрасный и φωνή голос, звук], греч. певч. стиль, расцвет которого приходится на 2 последних столетия… … Православная энциклопедия